ΛΕΙΣΜΑΝΙΩΣΗ (ΚΑΛΑΖΑΡ): ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

G.S
1η Ερώτηση: Υπάρχει κίνδυνος να προσβληθεί από λεϊσμανίωση ο ιδιοκτήτης και η οικογένειά του από το μολυσμένο σκύλο τους;

Απάντηση: Όχι. Σύμφωνα με επιζωοτιολογικά και επιδημιολογικά στοιχεία στην Ελλάδα ο άνθρωπος μολύνεται από τις σκνίπες που πήραν το παράσιτο από μολυσμένο άνθρωπο, όχι από μολυσμένο σκύλο. Γι' αυτό άλλωστε:
α) παρατηρούνται κατά μέσο όρο μόνον 25 νέα κρούσματα του νοσήματος ετησίως στον άνθρωπο στην Ελλάδα, ενώ στο σκύλο παρατηρούνται περισσότερα από 100.000 κρούσματα του νοσήματος (υπολογίζεται ότι ανάλογα με την περιοχή της χώρας, σε κάθε μολυσμένο άνθρωπο αντιστοιχούν 940-5.550 μολυσμένοι σκύλοι !),
β) υπάρχουν περιοχές, όπως ο Ν. Χαλκιδικής και γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου τα κρούσματα του νοσήματος στον άνθρωπο είναι σπανιότατα (στις περιοχές αυτές αναφέρθηκαν στον άνθρωπο συνολικά 9 κρούσματα του νοσήματος σε διάστημα 47 ετών !), σε αντίθεση με τη μόλυνση του σκύλου που είναι συχνή,
δ) υπάρχουν περιοχές, όπως στο Ν. Δράμας και το Ν. Καβάλας, όπου για σειρά ετών αναφέρονται ετησίως τουλάχιστον 3-4 κρούσματα λεϊσμανίωσης στον άνθρωπο και περιοχές, όπως στους νομούς Καστοριάς, Φλωρίνης, Γρεβενών, Έβρου κ.α., όπου δεν αναφέρονται κρούσματα λεϊσμανίωσης στον άνθρωπο, παρά το γεγονός ότι η μόλυνση του σκύλου στις περιοχές αυτές είναι συχνή, και
ε) δεν αναφέρθηκαν κρούσματα λεϊσμανίωσης σε οικογένειες που έχουν μολυσμένους σκύλους.
2η Ερώτηση: Υπάρχει κίνδυνος να μολυνθεί ο ιδιοκτήτης ή ο κτηνίατρος, όταν χαϊδεύει ή περιποιείται τα τραύματα του μολυσμένου σκύλου;
Απάντηση: Όχι. Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, επειδή:
α) στο σκύλο δεν υπάρχει η «μολύνουσα» μορφή του παρασίτου (αυτή αναπτύσσεται ΜΟΝΟ μέσα στη σκνίπα),
β) στην περίπτωση που εισέλθουν σε μικροτραυματισμούς του δέρματος του ανθρώπου, μολυσμένα κύτταρα με το παράσιτο του σκύλου (π.χ. κατά την περιποίηση των αλλοιώσεων του δέρματος του σκύλου), τα κύτταρα αυτά καταστρέφονται αμέσως (μαζί με τα παράσιτα) απο τους μηχανισμούς της φυσικής ανοσίας του ανθρώπου (τα κύτταρα του σκύλου, όπως και τα παράσιτα, αποτελούν «ξένο σώμα» για τον άνθρωπο), και
γ) ακόμη και στην περίπτωση που τα μολυσμένα κύτταρα προέρχονται από μολυσμένο άνθρωπο (π.χ. κατά τη μετάγγιση αίματος από μολυσμένο αιμοδότη), σπανίως μολύνεται το άτομο (απουσία «μολύνουσας» μορφής του παρασίτου, μη συμβατά αντιγόνα κ.ά.).
3η Ερώτηση: Ποιά είναι η πρόγνωση της λεϊσμανίωσης για το μολυσμένο σκύλο;
Απάντηση: Όταν ακολουθείται έγκαιρα η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θεραπεύονται τα περισσότερα από τα μολυσμένα ζώα. Επίσης, το 10-20% από τα μολυσμένα ζώα αυτοϊάται (χωρίς φαρμακευτική αγωγή).
4η Ερώτηση: Θεραπεύεται η λεϊσμανίωση του σκύλου ή απλά το ζώο παραμένει φορέας του παρασίτου;
Απάντηση: Υπάρχουν φαρμακευτικά σχήματα με ικανοποιητικά αποτελέσματα στο 85-100% των ζώων (τα ζώα απαλλάσσονται από το παράσιτο, όταν προλαμβάνονται οι αναμολύνσεις και οι αναζωπυρώσεις του νοσήματος).
Όταν ο σκύλος αναμολύνεται, πρέπει να επαναλαμβάνεται η φαρμακευτική αγωγή (στην περίπτωση αυτή, το 75-78% των ζώων επιβιώνει για 4-6 χρόνια).
Γενικά, ακόμη και μετά την ανεπιτυχή φαρμακευτική αγωγή, τα παράσιτα εξαφανίζονται για αρκετούς μήνες από το περιφερικό αίμα και επομένως, το ζώο δεν αποτελεί εστία μόλυνσης των σκνιπών.
5η Ερώτηση: Ποιό είναι το ΚΑΛΥΤΕΡΟ φάρμακο στη λεϊσμανίωση του σκύλου;
Απάντηση: Όλα τα φάρμακα είναι αποτελεσματικά, εφ' όσον:
α) χορηγούνται στα μολυσμένα ζώα ΚΑΘΕ 12 ΩΡΕΣ, επειδή τα παράσιτα βγαίνουν από τα μολυσμένα κύτταρα κάθε 12-24 ώρες και μόνον τότε είναι ευαίσθητα στα φάρμακα,
β) δεν επιβαρύνουν τη λειτουργία των νεφρών και άλλων οργάνων (απουσία παρενεργειών), και
γ) ενισχύουν τους μηχανισμούς άμυνας του οργανισμού κατά του παρασίτου (ανοσοενισχυτική δράση).
6η Ερώτηση: Είναι δυνατόν να προφυλαχθεί ο σκύλος από τη λεϊσμανίωση;
Απάντηση: Ναι. Κατά την εποχή των σκνιπών στην Ελλάδα (Μάϊος-Νοέμβριος), ο σκύλος προφυλάσσεται αποτελεσματικά από τη μόλυνση με το παράσιτο, όταν:
α) χρησιμοποιείται στο ζώο εντομοαπωθητικό περιλαίμιο (ή spray) με deltamethrin,
β) τοποθετείται εντομοαπωθητικό με diethyltoluamide-DEET, στον αυχένα και τη ράχη του ζώου, μετά τη δύση του ήλιου (αιχμή δραστηριότητος των σκνιπών, 21.00-22.00 και 03.30-05.00),
γ) χρησιμοποιείται εντομοαπωθητικό σαπούνι για το λούσιμο του σκύλου (όχι όταν χρησιμοποιείται περιλαίμιο με deltamethrin),
δ) γίνεται προληπτική ορολογική εξέταση του σκύλου το Μάϊο και το Νοέμβριο, για να τίθεται έγκαιρα η διάγνωση (Μάϊο) και να θεραπεύονται τα μολυσμένα ζώα, πριν μετατραπούν σε αποθήκη/φορείς του παρασίτου στη φύση, και
ε) γίνεται προληπτική φαρμακευτική αγωγή στο ζώο (allopurinol, 15 mg/Kg σ.β./12ωρο, από το στόμα), από τον Αύγουστο έως το Νοέμβριο, για να προφυλάσσεται το ζώο κατά το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, που είναι η περίοδος με τη μεγαλύτερη μολυσματική ικανότητα των σκνιπών στη χώρα μας.

7η Ερώτηση: Υπάρχει κίνδυνος ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών L.infantum, όταν ακολουθείται προληπτική φαρμακευτική αγωγή στο σκύλο;
Απάντηση: Δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος όταν γίνεται προληπτική φαρμακευτική αγωγή με allopurinol (το σχήμα πρόληψης της μόλυνσης είναι ίδιο με το θεραπευτικό σχήμα, δηλ. 15 mg/Kg σ.β./12ωρο, για 6 μήνες).
Αντιθέτως, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών του παρασίτου, π.χ. όταν χρησιμοποιείται για λόγους πρόληψης το Glucantime® κάθε 2 ημέρες (!), επειδή: α) σε διάστημα 1-3 ωρών μετά τη χορήγησή του, το φάρμακο εξουδετερώνεται από τον οργανισμό, και β) το παράσιτο βγαίνει από τα μολυσμένα κύτταρα (και είναι ευαίσθητο στο φάρμακο) κάθε 12-24 ώρες. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται συνθήκες υποδοσίας του φαρμάκου και «συνθήκες επιλογής» ανθεκτικών στελεχών του παρασίτου.
8η Ερώτηση: Υπάρχει λόγος επιλογής της amphotericin B με λιποσώματα (AmBisome®) για την αντιμετώπιση της λεϊσμανίωσης του σκύλου;
Απάντηση: Όχι. Η χρησιμοποίηση της amphotericin B με λιποσώματα (AmBisome®) στην αντιμετώπιση της λεϊσμανίωσης του σκύλου: α) δεν πλεονεκτεί σε σύγκριση με τα άλλα φαρμακευτικά σχήματα, β) είναι ακριβή, και γ) υπάρχει ο κίνδυνος το παράσιτο να αναπτύξει ανθεκτικότητα στο φάρμακο και έτσι, να αποδυναμωθεί το φαρμακευτικό «οπλοστάσιο» για την αντιμετώπιση του νοσήματος στον άνθρωπο.
9η Ερώτηση: Τί συμβαίνει με το νέο σκεύασμα Milteforan στην αντιμετώπιση της λεϊσμανίωσης του σκύλου;
Απάντηση: Το Milteforan® (miltefosine, hexadecyl-PC) έχει παρόμοια αποτελέσματα με τα άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα στην αντιμετώπιση της λεϊσμανίωσης του σκύλου. Παρουσιάζει όμως ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως π.χ. χορηγείται μία φορά την ημέρα μαζί με την τροφή του ζώου, παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στους ιστούς, δεν εμφανίζει νεφρο- και ηπατοτοξικότητα κ.ά. Στην πραγματικότητα το Milteforan αντικαθιστά το Glucantime στην αντιμετώπιση της λεϊσμανίωσης του σκύλου. Η αγωγή για να έχει καλύτερα αποτελέσματα πρέπει: α) να υπολογίζεται το βάρος του ζώου πριν και κατά τη διάρκεια της αγωγής και να χορηγείται 1 κ.εκ. Milteforan/10 κιλά ζώου, μαζί με την τροφή, μία φορά την ημέρα, για 28 ημέρες, και β) να χορηγούνται στο ζώο, παράλληλα με το Milteforan, 10 mg αλλοπουρινόλη/κιλό ζώου, από το στόμα, ανά 12ωρο (πρωί-βράδυ), για 7 μήνες. Το Milteforan δεν χορηγείται σε έγκυα ζώα (αλλοιώσεις στο έμβρυο).
10η Ερώτηση: Τί πρέπει να γνωρίζει ο ιδιοκτήτης για την παρακολούθηση του ζώου μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής;
Απάντηση: Θα πρέπει να επισημανθεί στον ιδιοκτήτη ότι η λεϊσμανίωση του σκύλου θεραπεύεται και ότι μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής (όποια και αν έχει επιλεγεί):
1) είναι αναμενόμενο να ανιχνεύονται φθίνουσες συγκεντρώσεις ειδικών αντισωμάτων ή αντιγόνων του παρασίτου για 6-12 μήνες (το ζώο είναι υγιές και δεν μεταδίδει το νόσημα) και η ορολογική εξέταση του ζώου πρέπει να επαναλαμβάνεται 1, 2, 3, 6, 12, 18 και 24 μήνες μετά τη λήξη της αγωγής. Η επιτυχία της αγωγής πιστοποιείται από τη μείωση των συγκεντρώσεων των ειδικών αντισωμάτων, ενώ η αποτυχία της αγωγής διαπιστώνεται από την αύξηση των συγκεντρώσεων των ειδικών αντισωμάτων, οπότε η φαρμακευτική αγωγή επαναλαμβάνεται, και
2) στις ενζωοτικές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η αύξηση των συγκεντρώσεων των ειδικών αντισωμάτων μετά τη λήξη της φαρμακευτικής αγωγής οφείλεται: α) στις αναμολύνσεις των ζώων (γι' αυτό είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων πρόληψης των αναμολύνσεων), και β) στις αναζωπυρώσεις του νοσήματος, που εμφανίζονται έως 1 χρόνο μετά τη φαρμακευτική αγωγή στα μολυσμένα ζώα και χαρακτηρίζονται από αύξηση των συγκεντρώσεων των γ-σφαιρινών, των ειδικών αντισωμάτων, των αντιγόνων του παρασίτου κ.ά.
11η Ερώτηση: Ποιά είναι η πρόγνωση της λεϊσμανίωσης στον άνθρωπο;
Απάντηση: Με τη φαρμακευτική αγωγή επιτυγχάνεται κλινική ίαση στο 95% των ασθενών (ή στο 20% των μολυσμένων φορέων HIV). Ήπια σπληνομεγαλία παρατηρείται έως ένα χρόνο μετά την αγωγή. Το 5% των ασθενών είναι δυνατόν να αυτοϊαθεί, χωρίς φαρμακευτική αγωγή.
12η Ερώτηση: Πώς πρέπει να παρακολουθείται ο ασθενής μετά τη φαρμακευτική αγωγή για λεϊσμανίωση;
Απάντηση: Το αποτέλεσμα της φαρμακευτικής αγωγής ελέγχεται με την ορολογική εξέταση του ασθενούς (ELISA κ.ά.), 1, 3, 6, 12 και 24 μήνες μετά τη λήξη της αγωγής. Αναζωπυρώσεις του νοσήματος εμφανίζονται στο 5% των ασθενών (ή στο 80% των μολυσμένων φορέων HIV), συνήθως μέσα στο πρώτο 6μηνο μετά τη φαρμακευτική αγωγή (απαιτείται επανάληψη της αγωγής).
13η Ερώτηση: Είναι δυνατόν να προφυλαχθεί ο άνθρωπος από τη λεϊσμανίωση;
Απάντηση: Στις ενδημικές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η μόλυνση του ανθρώπου κατά την περίοδο των σκνιπών (από το Μάϊο έως το Νοέμβριο) αποφεύγεται με:
α) τη χρησιμοποίηση εντομοαπωθητικού (Autan®) στα ακάλυπτα μέρη του σώματος ή στα ρούχα, μετά τη δύση του ηλίου (διάρκεια εντομοαπωθητικής δράσης περίπου 4 ώρες),
β) την έγκαιρη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενών, για να μη αποτελούν φορείς του παρασίτου στη φύση, και
γ) τη σωστή ενημέρωση για το βιολογικό κύκλο της Leishmania infantum, αλλά και των σκνιπών στη χώρα μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χαραλαμπίδης ΣΘ, Διάκου ΑΝ. Σπλαχνική λεϊσμανίωση και λεϊσμανίωση του σκύλου στην Ελλάδα και τις άλλες μεσογειακές χώρες. Περιοδικό της Ελληνικής Κτηνιατρικής Εταιρείας, 2004, 55: 247-261.
Χαραλαμπίδης ΣΘ. Παρασιτικά Νοσήματα των Ζώων και του Ανθρώπου. Πρωτοζωώσεις, Ελμινθώσεις, Αρθροποδώσεις. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2003.
Χαραλαμπίδης ΣΘ. Κτηνιατρική Παρασιτολογία. Πρωτόζωα, Έλμινθες, Αρθρόποδα. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2001.
Χαραλαμπίδης ΣΘ., Διάκου ΑΝ. Εργαστηριακή Διάγνωση των Παρασιτικών Νοσημάτων των Ζώων. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2001.
Χαραλαμπίδης ΣΘ. Ανοσολογία Παρασιτώσεων. 2η έκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1998.
Χαραλαμπίδης ΣΘ. Πρωτοζωολογία. 2η έκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1998.
Χαραλαμπίδης ΣΘ. Θέματα Παρασιτολογίας που Ενδιαφέρουν τη Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1993.
Χαραλαμπίδης ΣΘ. Ανοσοδιαγνωστική των παρασιτικών νοσημάτων και η ανοσοενζυμική δοκιμασία ELISA (enzyme-linked immunosorbent assay). Επιστ. Επετ. Κτηνιατρ. Σχολής, 1984, 22: 75-253.

Σ. Θ. Χαραλαμπίδης, Καθηγητής
Εργαστήριο Παρασιτολογίας και Παρασιτικών Νοσημάτων, Τμήμα Κτηνιατρικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 541 24 Θεσσαλονίκη (τηλ.: 2310 999933, FAX: 2310 999947, E-mail: harala@vet.auth.gr).
users.auth.gr
Tags

#buttons=(Accept !) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Check Now
Accept !