Πως θα προστατεύσετε τον σκύλο σας από την Λεϊσμανίαση (Καλαζάρ);Β ΜΕΡΟΣ

G.S
0
Διάγνωση:
Ιδιαίτερα σημαντική σε περίπτωση της μόλυνσης του ζώου είναι η έγκαιρη διάγνωση καθώς η νόσος μπορεί να επιφέρει ανεπανόρθωτες βλάβες στον οργανισμό και να μειώσει το προσδόκιμο και την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Σε περίπτωση εμφάνισης ύποπτων κλινικών συμπτωμάτων στο ζώο μας, θα πρέπει να αναζητήσουμε αμέσως τη συμβουλή του κτηνιάτρου για περεταίρω διερεύνηση. Οι κτηνίατροι στην χώρα μας είναι πολύ εξοικειωμένοι με τη νόσο και εύκολα μπορούν να αντιληφθούν ύποπτα συμπτώματα από το ιστορικό και την κλινική εξέταση. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης μπορεί να γίνει με διαφορετικές διαγνωστικές τεχνικές, κάθε μία από τις οποίες εμφανίζει προτερήματα και μειονεκτήματα, ή συνδυασμός αυτών σε περίπτωση αμφίβολου αποτελέσματος. Σημειώνεται ότι για την ασφάλεια των αποτελεσμάτων καθώς και την ερμηνεία αυτών, που σε αρκετές περιπτώσεις είναι περίπλοκη, κρίνεται απαραίτητο να απευθύνεστε μόνο κτηνιάτρους και εξειδικευμένα κτηνιατρικά εργαστήρια. Οι κυριότερες διαγνωστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη είναι οι εξής:
Μικροσκοπική αναζήτηση του πρωτόζωου σε κυτταρολογικά επιχρίσματα λεμφαδένων, σπλήνα ή μυελού των οστών
Ορολογικές δοκιμές για αναζήτηση αντισωμάτων κατά του πρωτόζωου στον ορό του αίματος
Αναζήτηση του DNA μικροοργανισμού με τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης της πολυμεράσης (PCR) σε υλικό από λεμφαδένα, σπλήνα, μυελό των οστών ή συνδυασμό αυτών.

Ειδικότερα, η κυτταρολογική εξέταση υλικού από λεμφαδένα, σπλήνα ή μυελού των οστών αποτελεί μια εξαιρετική, ταχεία και ανώδυνη μέθοδος για τη διάγνωση της νόσου. Σε περίπτωση ανεύρεσης του πρωτόζωου σε κυτταρολογικά επιχρίσματα θεωρείται ότι όχι μόνο στοιχειοθετείται προηγούμενη μόλυνση, αλλά επιβεβαιώνεται και η κλινική νόσος. Εάν τα επιχρίσματα εξεταστούν από ειδικό εξειδικευμένο κυτταρολόγο και χρησιμοποιηθεί ως δείγμα ο μυελός των οστών, η ευαισθησία της μεθόδου είναι εξαιρετική, χωρίς βέβαια να αποκλείονται και τα σπάνια ψευδή αρνητικά αποτελέσματα.
Οι ορολογικές δοκιμές (ανοσοφθορισμός (IFA), ταχείες ορολογικές δοκιμές πχ. ανοσοενζυμική (ELIZA), ανοσοχρωμογραφική μέθοδος κτλ) είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται συχνότερα στην κλινική πράξη για τη διάγνωση της νόσου. Αυτές γενικά διαχωρίζονται σε ποιοτικές και ποσοτικές δοκιμές. Η μέθοδος αναφοράς για τη διάγνωση της νόσου εδώ και πολλά χρόνια είναι η μέθοδος του ανοσοφθορισμού. Αυτή εμφανίζει εξαιρετική ευαισθησία και ειδικότητα και έχει το επιπλέον πλεονέκτημα να μας πληροφορεί και για την ένταση της χυμικής ανοσίας (τίτλος αντισωμάτων) σε μολυσμένα ζώα. Η τελευταία πληροφορία κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς όσο εντονότερη είναι η χυμική ανοσία που έχει αναπτύξει ο ασθενής και κατά συνέπεια όσο υψηλότερος είναι ο τίτλος αντισωμάτων, τόσο επιβεβαιώνεται η υποψία για κλινική νόσο. Τα ταχεία (ανοσοχρωμογραφικά) διαγνωστικά τεστ που πραγματοποιούνται στο κτηνιατρείο ενώ παρουσιάζουν εξαιρετική ειδικότητα, προσφέρουν μόνο ένα θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα και δεν είναι τόσο ευαίσθητα σε χαμηλούς τίτλους αντισωμάτων (πιθανά ζώα φορείς ή πολύ πρόσφατη μόλυνση).
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη και η μέθοδος της PCR. Η ευαισθησία της μεθόδου είναι εξαιρετική καθώς μπορεί να ανιχνεύσει μικροσκοπικές ποσότητες του γενετικού υλικού (DNA) του πρωτόζωου σε δείγματα ιστών (πολφό λεμφογαγγλίων, σπλήνα ή μυελό των οστών-δεν συστήνεται σαν δείγμα το ολικό αίμα). Καθώς όμως πολλά ζώα με υποκλινική μόλυνση και χωρίς κλινικά συμπτώματα θα παρουσιάσουν ένα θετικό αποτέλεσμα και μπορεί να λάβουν θεραπεία χωρίς αυτή να ενδείκνυται (με σημαντική οικονομική επιβάρυνση για τον ιδιοκτήτη), η μέθοδος γενικά δεν συστήνεται για την διάγνωση της νόσου αλλά μόνο για τον έλεγχο της ανταπόκρισης στην θεραπεία.
Θεραπεία:
Κάθε ζώο με επιβεβαιωμένη μόλυνση και συμβατή κλινική συμπτωματολογία θα πρέπει να υποβάλλεται το ταχύτερο δυνατό σε εξειδικευμένη θεραπεία. Η νόσος είναι δυνητικά θανατηφόρος και τα μολυσμένα ζώα υποφέρουν κυρίως από τις δευτερογενείς επιπλοκές (με κυριότερες τις μόνιμες βλάβες στους νεφρούς) παρά από την ίδια την λοίμωξη. Το πιο δοκιμασμένο και αξιόπιστο πρωτόκολλο περιλαμβάνει συνδυασμό από καθημερινές υποδόριες ενέσεις με το φάρμακο αντιμονιακή μεγλουμίνη (παρεμβαίνει στον μεταβολισμό της γλυκόζης του παρασίτου) σε κύκλους των 4-8 εβδομάδων και καθημερινή επίσης (πρωί-βράδυ) χορήγηση από το στόμα της φαρμακευτικής ουσίας αλλοπουρινόλης για τουλάχιστον 6-12 μήνες. Τα τελευταία χρόνια οι υποδόριες ενέσεις αντιμονιακής μεγλουμίνης έχουν συχνά αντικατασταθεί για χάριν ευκολίας από την καθημερινή χορήγηση από το στόμα της ουσίας μιλτεφοσίνης, σε κύκλους των 4 εβδομάδων. Τα αποτελέσματα δείχνουν ενθαρρυντικά, στη μοναδική όμως ανεξάρτητη κλινική μελέτη που έχει δημοσιευτεί μέχρι στιγμής για την αποτελεσματικότητα του φαρμακευτικού πρωτοκόλλου στην κλινική πράξη. Κατά την διάρκεια της θεραπείας και ιδιαίτερα την πρώτη εβδομάδα, συστήνεται ο έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας του ζώου. Μετά το πέρας ενός κύκλου θεραπείας θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται περιοδικός πλήρης κλινικός και αιματολογικός/βιοχημικός έλεγχος του ζώου κάθε τρεις μήνες για τον πρώτο χρόνο και κάθε έξι μήνες στη συνέχεια. Σε περιπτώσεις υποτροπών, θα πρέπει ο ασθενής να υποβληθεί σε νέο κύκλο θεραπείας με το ίδιο ή άλλο πρωτόκολλο. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο στόχος μιας επιτυχημένης θεραπείας δεν είναι η εξάλειψη του παρασίτου από τον οργανισμό, γεγονός που είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί, αλλά η σημαντική μείωση του παρασιτικού φορτίου και η εξάλειψη των κλινικών συμπτωμάτων. Το τελευταίο είναι και ο λόγος που ένα ζώο φορέας, με χαμηλό παρασιτικό φόρτο και χωρίς κλινική συμπτωματολογία δεν προτείνεται να υποβληθεί σε θεραπεία. Η ανταπόκριση σε αυτά και άλλα θεραπευτικά πρωτόκολλα ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή, η προσέγγιση στο κάθε περιστατικό χρειάζεται αρκετές φορές να εξατομικευθεί και γενικά θα πρέπει να βρισκόμαστε σε συνεννόηση με τον θεράποντα κτηνίατρο για τυχόν παρεμβάσεις. Τέλος, οι ανεπιθύμητες ενέργεια από τα χορηγούμενα φαρμακευτικά σχήματα είναι σχετικά σπάνιες. Συχνότερα αναφέρονται έμετοι, διάρροιες, αντίδραση στα σημεία έγχυσης και η νεφροτοξικότητα. Τονίζεται ότι ασθενείς με προχωρημένη νόσο και ειδικά με χρόνιες νεφρικές αλλοιώσεις δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στην φαρμακευτική αγωγή και σε αυτά τα περιστατικά η πρόγνωση είναι εξαιρετικά επιφυλακτική.
Πρόληψη:
Όπως σε όλα τα σοβαρά νοσήματα, η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την προστασία του κατοικίδιου ζώου μας. Η περίοδος της δραστηριότητας της σκνίπας στη χώρα μας αρχίζει από τον Μάιο και διαρκεί τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβριο, ενώ είναι γνωστό ότι τα έντομα τρέφονται κυρίως τις βραδινές ώρες, από το σούρουπο ως την αυγή.
Καθώς βρισκόμαστε σε μια ενδημική περιοχή, ένα δραστικό μέσο προφύλαξης που προτείνεται είναι να μην βγάζουμε βόλτα τα κατοικίδια μας τις συγκεκριμένες ώρες της ημέρας που προαναφέραμε κατά τους επικίνδυνους μήνες. Σημαντικότατο ρόλο στην πρόληψη είναι η τοποθέτηση στο ζώο μας ενός εντομοαπωθητικού κολάρου εμποτισμένου με την ουσία δελταμεθρίνη ή η τοπική ενστάλαξη στο δέρμα του ζώου αμπούλας που περιέχει περμεθρίνη. Οι εντομοκτόνες αυτές ουσίες προσφέρουν σημαντική προστασία αρκεί η εφαρμογή τους να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η τοποθέτηση σίτας στα κουφώματα των σπιτιών πιθανόν να εμποδίζει τις σκνίπες να εισέλθουν στον χώρο που ζει το κατοικίδιο, γενικά όμως τα περισσότερα κρούσματα μολύνσεων λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον γύρω από τον τόπο διαμονής του κατοικίδιου. Για τον λόγο αυτό δεν προτείνεται άλλωστε ως αποτελεσματικός ο ψεκασμός του σπιτιού με εντομοκτόνα φάρμακα. Επιπλέον τον τελευταίο χρόνο στην Ευρώπη (και εδώ και μερικά χρόνια στην Βόρεια και Νότια Αμερική) κυκλοφορεί και εμβόλιο κατά της νόσου. Ο αρχικός εμβολιασμός πραγματοποιείται σε τρεις δόσεις σε συνολικό διάστημα 6 εβδομάδων και ετήσιος επαναληπτικός. Αυτός πραγματοποιείται μόνο σε ζώα που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το παράσιτο (όχι σε ζώα φορείς ή ασθενείς - απαραίτητος είναι ο ορολογικός έλεγχος του ζώου πριν τον εμβολιασμό). Τα αποτελέσματα φαίνεται να είναι ενθαρρυντικά με προστασία περίπου στο 70%, καθώς όμως αυτή δεν είναι πλήρης, δεν πρέπει όμως να αμελούμε να παίρνουμε και τα υπόλοιπα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης. Επίσης, δεν έχουν καθοριστεί πλήρως οι πιθανές παρενέργειες, ενώ μπορεί να παρεμβαίνει και σε ορισμένα από τα συνήθη διαγνωστικά τεστ που χρησιμοποιούνται για την κλινική διάγνωση.
Τέλος, κανένα από τα παραπάνω προληπτικά μέτρα δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει ότι το κατοικίδιο μας δεν θα μολυνθεί από το πρωτόζωο, ειδικά σε ενδημικές περιοχές όπως η Ελλάδα με μεγάλο αριθμό φορέων και νοσούντων ζώων και αφθονία μολυσματικών εντόμων. Επίσης, η νόσος στα αρχικά στάδια μπορεί να μην προκαλέσει αντιληπτά κλινικά συμπτώματα, παρά το γεγονός ότι μόνιμες βλάβες μπορεί να αρχίσουν να εγκαθίστανται στον οργανισμό του ζώου. Για τους παραπάνω λόγους, το σημαντικότερο βήμα στην πρόληψη είναι ο τακτικός προληπτικός ορολογικός έλεγχος του κατοικίδιου μας. Ο έλεγχος προτείνεται να γίνεται δύο φορές τον χρόνο, την περίοδο του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου (για έλεγχο των θερινών λοιμώξεων) και επανέλεγχος πριν την αρχή του καλοκαιριού για περιστατικά με αργή ορομετατροπή (παραγωγή αντισωμάτων). Σε περίπτωση που ο διπλός προληπτικός έλεγχος του ζώου δεν είναι εφικτός, τότε ο έλεγχος μια φορά το χρόνο το φθινόπωρο, είναι επιτακτικά απαραίτητος προκείμενου να διασφαλίσουμε την υγεία του πιστού μας φίλου.


Αριστόδημος Χατζής,
Κτηνίατρος, Μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Κτηνιάτρων του Ηνωμένου Βασιλείου,
Διπλωματούχος του Αμερικάνικου Κολλεγίου Κτηνιάτρων Παθολόγων
VETLAB (VETDIAGNOSIS)
Σολωμού 7, Χαλάνδρι
hatzis@vetlab.gr
Tags

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια

Ο germanikos.blogspot.com θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες του έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Μη προσβάλλετε τη Σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!

Δημοσίευση σχολίου (0)

#buttons=(Accept !) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Check Now
Accept !